-
1 πρεσβευτής
[прэзвэфтис] ουσ. а. посол, посланник,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πρεσβευτής
-
2 посол
посол м о πρέσβυς, ο πρεσβευτής* чрезвычайный и полномочный \посол о έκτακτος και πληρεξούσιος πρεσβευτής* * *мο πρέσβυς, ο πρεσβευτήςЧрезвыча́йный и Полномо́чный Посо́л — ο έκτακτος και πληρεξούσιος πρεσβευτής
-
3 посол
посолм ὁ πρέσβυς, ὁ πρεσβευτής^ чрезвычайный и полномочный \посол ὁ Εκτακτος καί πληρεξούσιος πρεσβευτής.'^ -
4 посол
-
5 посланник
дип. о απεσταλμένος, о πρεσβευτής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > посланник
-
6 посол
I.(соление) η άλμη, το τουρσί (ξεν).II. 1. (дипломатический представитель высшего ранга) о πρέσβυς 2. (тот, кто послан куда-л. с каким-л. поручением, заданием) о πρεσβευτής, ο (διπλωματικός) απεσταλμένος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > посол
-
7 министр
министрм ὁ ὑπουργός:Совет министров τό Ύπουογικό[ν] Συμβούλιο[ν]· премьер-\министр ὁ πρωθυπουργός· заместитель \министра ὁ ὑφυπουργός· \министр без портфеля ὁ ὑπουργός ἄνευ χαρτοφυλακίου· полномочный \министр ὁ πληρεξούσιος πρεσβευτής. -
8 чрезвычайный
чрезвычайныйприл ἐξαιρετικός (исключительный)/ ἔκ-τακτος (внеочередной):\чрезвычайныйое происшествие τό Εκτακτο συμβάν, τό ἐξαιρετικό γεγονός· \чрезвычайныйый успех ἡ ἐξαιρετική ἐπιτυχία· \чрезвычайныйые расходы τά ἔκτακτα ἔξοδα· \чрезвычайныйые меры τά ἔκτακτα μέτρα· \чрезвычайныйое положение ἡ κατάσταση ἐκτακτου ἀνάγκης· \чрезвычайныйый посол ὁ ἔκτακτος πρεσβευτής, ὁ ἐκτακτος ἀπεσταλμένος· \чрезвычайныйый декрет ὁ ἔκτακτος νόμος, τό ἐκτακτον διάταγμα· \чрезвычайныйый съезд τό ἐκτακτο συνέδριο. -
9 посланец
-нца α. απεσταλμένος• πρέσβης, πρεσβευτής. -
10 чрезвычайный
επ., βρ: -чаен, -чаина, -о;1. εξαιρετικός, εξαίρετος• σπάνιος•-ая память εξαιρετική (διαβολεμένη) μνήμη•
чрезвычайный успех εξαιρετική (λαμπρή) επιτυχία•
-ое происшествие εξαιρετικό γεγονός.
2. έκτακτος• απρόβλεπτος•-ые меры έκτακτα μέτρα•
-ые расходы έκτακτα έξοδα•
-аякомиссия έκτακτη επιτροπή•
-ое заседание έκτακτη συνεδρίαση•
чрезвычайный съезд έκτακτο συνέδριο•
чрезвычайный посол έκτακτος πρεσβευτής•
-ое положение έκτακτη κατάσταση ή κατάσταση έκτακτης ανάγκης•
-ые налоги έκτακτοι φόροι.
См. также в других словарях:
πρεσβευτής — πρεσβευτής, ο και πρέσβης, ο ο αναγνωρισμένος αντιπρόσωπος ενός κράτους σε ξένη χώρα: Έφτασε στην Αθήνα και έδωσε τα διαπιστευτήριά του ο νέος πρεσβευτής της Γαλλίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρεσβευτής — ambassador masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτής — ο, ΝΑ, και κρητ. τ. πρεγγευτάς και πρεγγευτής και πρειγευτάς και πρειγευτής και πρεισγευτάς και πρεσγευτάς, θηλ. πρεσβεύτειρα, Α πρόσωπο που αναλαμβάνει το καθήκον να εκπροσωπήσει ένα κράτος σε άλλο κράτος, να διεξάγει διαπραγματεύσεις και να… … Dictionary of Greek
πρεσβευταῖς — πρεσβευτής ambassador masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευταί — πρεσβευτής ambassador masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτοῦ — πρεσβευτής ambassador masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτῇ — πρεσβευτής ambassador masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτέα — πρεσβευτής ambassador masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτήν — πρεσβευτής ambassador masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτῶν — πρεσβευτής ambassador masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλοπέους — Επώνυμο δύο Ρώσων διπλωματών. 1. Δαβίδ (1761 – 1831). Ξεκίνησε ως πρεσβευτής στη Σουηδία όπου και συνελήφθη από τον Γουσταύο Δ’ λόγω της ρωσικής εισβολής στη Φιλανδία, την οποία χρησιμοποίησε εκβιαστικά ο Αλέξανδρος Α’ για να τον αναγκάσει να… … Dictionary of Greek